εμπυρευματικός

εμπυρευματικός
η , όν запальный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εμπυρευματικός" в других словарях:

  • εμπυρευματικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο εμπύρευμα («εμπυρευματική ύλη») 2. (φαρμ.) η ιδιάζουσα οσμή πολλών οργανικών σωμάτων και παλαιών φαρμάκων που παρασκευάζονται με ξηρά απόσταξη …   Dictionary of Greek

  • εμπυρευματικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στο εμπύρευμα (βλ. λ.): Εμπυρευματικά υλικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»